ἔξωρα

ἔξωρα
ἔξωρος
untimely
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • έξωρος — ἔξωρος, ον (AM) 1. παράκαιρος («ἔξωρα πράσσω κοὐκ ἐμοὶ προσεικότα» ενεργώ παράκαιρα και ανάρμοστα, Σοφ.) 2. αυτός που έχει περάσει πια την κατάλληλη εποχή ή ηλικία για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < έξω + ώρα «εποχή, καιρός»] …   Dictionary of Greek

  • υποσαίρω — ΜΑ ανοίγω ελαφρά το στόμα μου αρχ. 1. (για καρπό που έχει ωριμάσει) ανοίγω, σχίζομαι («σῡκα τὰ μὲν ὠμὰ... τὰ δὲ ῥυσὰ καὶ ἔξωρα, τὰ δὲ ὑποσέσηρε παρεμφαίνοντα τοῡ χυμοῡ τὸ ἄνθος», Φιλόστρ.) 2. φρ. «ὑποσαίρω ὀδόντας» ανοίγω λίγο το στόμα μου και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”